διαπόντιος

διαπόντιος
διαπόντιος
beyond sea
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπόντιος — α, ο (AM διαπόντιος, α, ον) 1. αυτός που προέρχεται από το πέλαγος ή που τό διασχίζει 2. αυτός που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα, ο υπερπόντιος μσν. φρ. «διαπόντια χρήματα» ναυτικό δάνειο …   Dictionary of Greek

  • διαπόντιον — διαπόντιος beyond sea masc/fem acc sg διαπόντιος beyond sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαποντίοις — διαπόντιος beyond sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαποντίου — διαπόντιος beyond sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαποντίους — διαπόντιος beyond sea masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαποντίων — διαπόντιος beyond sea masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπόντια — διαπόντιος beyond sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπόντιοι — διαπόντιος beyond sea masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”